- ὁμοπτέρων
- ὁμόπτεροςofmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τζίτζικας — Oνομασία ομόπτερων εντόμων του γένους τέττιξ, που περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη. Πολύ κοινός στην Ελλάδα είναι ο τέττιξ ο πληβείος (cicada plebeja), μήκους περίπου 40 χλστ., μαύρου χρώματος, στικτού με κίτρινο και καλυμμένος με άσπρο χνούδι ζει… … Dictionary of Greek
κηροπλάστης — Είδος εντόμου της οικογένειας των κοκκιδών, της τάξης των ομοπτέρων, γνωστό και με την κοινή ονομασία ψώρα της συκιάς. Η επιστημονική του ονομασία είναι Ceroplastes ceriferus. Το έντομο αυτό εκκρίνει ένα παχύ στρώμα κεριού, κάτω από το οποίο ζει … Dictionary of Greek
κικαδέλλα — η ζωολ. γένος ομόπτερων εντόμων τής οικογένειας cicadellidae … Dictionary of Greek
κοκκοειδή — τα ζωολ. ομάδα ομόπτερων στερνόρρυγχων εντόμων που είναι κοινώς γνωστά ως ψώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coccidae < cocc (< κόκκος) + idae (< ίδαι)] … Dictionary of Greek
ομόπτερος — η, ο (Α ὁμόπτερος, ον) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ομόπτερα εντομολ. τάξη εντόμων που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία ως προς το μέγεθος, το σχήμα και τη φυσική ιστορία τών μελών της και στην οποία ανήκουν 32.000 περίπου είδη αρχ. 1. (για … Dictionary of Greek
σχιζόνευρος — ο, Ν ζωολ. γένος μικροσκοπικών ομόπτερων εντόμων, παρασίτων τών φυτών, γνωστών με την κοινή ονομασία αιματόψειρες … Dictionary of Greek
τετράνευρος — ο, Ν ζωολ. γένος ομόπτερων εντόμων τα οποία ζουν στα φύλλα τής φτελιάς και τά καταστρέφουν … Dictionary of Greek
τεττιγία — η, Ν εντομολ. γένος ομόπτερων εντόμων που ζουν στα πεύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
τυφλόκυβος — ο, Ν ζωολ. γένος ὁμόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. typhlocyba (πιθ. < τυφλός + κύβος / κυβιστώ)] … Dictionary of Greek
φρίκτος — ο, Ν ζωολ. γένος ομόπτερων εντόμων τού Μεξικού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. νεολατ. phrictus] … Dictionary of Greek